ἐμπίπτω

ἐμπίπτω
ἐμπίπτω fut. ἐμπεσοῦμαι; 2 aor. ἐνέπεσον; pf. ptc. ἐμπεπτωκότας 4 Km 25:11 (Hom.+)
to fall into a particular physical area, fall (in, into) (Dio Chrys. 57 [74], 22 εἰς βόθρον; Jos., Ant. 4, 284 εἰς ὄρυγμα ἐ. βόσκημα) εἰς βόθυνον into a pit (Is 24:18; Jer 31:44) Mt 12:11; Lk 6:39. ἐ. ἐπὶ πῦρ fall into the fire Hv 3, 2, 9.
to experience a state or condition, fall (into/among) in imagery (SIG 1170, 3 εἰς νόσους; PTebt 17, 8f [114 B.C.] εἰς δαπάνας; Just., D. 23, 1 εἰς ἄτοπα … νοήματα; temp. Mel., HE 4, 26, 3 τοῦ πάσχα ἐμπεσόντος … ἐν ἐκείναις ταῖς ἡμέραις) εἰς τοὺς λῃστάς among robbers (Epict. 3, 13, 3 εἰς λῃστὰς ἐμπ.; Porphyr., Vi. Pyth. 15; cp. Socrat., Ep. 1, 9 εἰς τ. ἱππέας) Lk 10:36; εἰς τὰ ἄγκιστρα τῆς κενοδοξίας ἐ. be caught on the fishhooks of false doctrine IMg 11 (cp. schol. on Pla. 190e ἐμπεσούμεθα εἰς τὸ Πρωταγόρειον δόγμα); ἐ. εἰς χεῖράς τινος fall into someone’s hands (Chariton 8, 3, 7; Alciphron 3, 36, 1; Sir 38:15; Sus 23) GPt 11:48; θεοῦ Hb 10:31 (cp. 2 Km 24:14; 1 Ch 21:13; Sir 2:18; Jos., Ant. 7, 323). εἰς πειρασμόν 1 Ti 6:9 (cp. Diod S 17, 105, 6 ἐνέπεσε εἰς λύπην καὶ φροντίδα; Pr 17:20 εἰς κακά; 1 Macc 6:8 εἰς ἀρρωστίαν). εἰς κρίμα τοῦ διαβόλου 3:6. εἰς ὀνειδισμὸν καὶ παγίδα τοῦ διαβόλου vs. 7 (cp. 6:9 and Pr 12:13; Sir 9:3). εἰς ταύτας τὰς πράξεις τὰς πολλάς get into these many activities Hm 10, 1, 5. εἰς ἐπιθυμίαν 12, 1, 2 (cp. 1 Ti 6:9.—X., Hell. 7, 5, 6 εἰς ἀθυμίαν; Ael. Aristid. 37 p. 701 D.).
to originate and so come to attention, set in, arise abs. (Pla., Rep. 8, 545d στάσις; Epict. 2, 5, 10 χειμὼν ἐμπέπτωκε) ζήλου ἐμπεσόντος περί τινος when jealousy arose about someth. 1 Cl 43:2.—M-M. Spicq.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εμπίπτω — (AM ἐμπίπτω) 1. επιτίθεμαι ορμητικά 2. (για γεγονότα, καταστάσεις κ.λπ.) παρουσιάζομαι ξαφνικά, απροσδόκητα μσν. νεοελλ. περιλαμβάνομαι, περιέχομαι στην αρμοδιότητα, στη δικαιοδοσία, στον τομέα κ.λπ. («δεν εμπίπτει στις αρμοδιότητες τού Αρείου… …   Dictionary of Greek

  • ἐμπίπτω — ἐμπί̱πτω , ἐμπίτνω fall upon pres subj act 1st sg ἐμπί̱πτω , ἐμπίτνω fall upon pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • въпадати — ВЪПАДА|ТИ (80), Ю, ѤТЬ гл. 1. Попадать куда л.: рыба мнѡгоножицѩ. къ какому камени придеть. така плѡтью ˫авить(с). мнѡги рыбы в челюсти ѥи впа(д)ють. мнѩще камень. МПр XIV, 34; [саламандра] ес(с)тво има(т) излиха мокро и студено ˫ако и во все… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ανέμπτωτος — ἀνέμπτωτος, ον (Α) εκείνος που δεν πέφτει μέσα σε κάτι «ἀνέμπτωτοί ἐσμεν εἰς λύπας». [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + έμπτωτος (< εμπίπτω) «επιρρεπής»] …   Dictionary of Greek

  • εμπίτνω — ἐμπίτνω (Α) ἐμπίπτω …   Dictionary of Greek

  • εμπταίω — ἐμπταίω (Α) εμπίπτω, πέφτω μέσα σε κάτι …   Dictionary of Greek

  • ενέχω — (AM ἐνέχω) [έχω] 1. μέσ. έχω ενοχή σε κάτι, είμαι ένοχος, είμαι μπλεγμένος σε κολάσιμη πράξη («ενέχεται σε φόνο») 2. είμαι υπεύθυνος, συμμετέχω στην ευθύνη νεοελλ. εμπεριέχω, κρύβω μέσα μου («το γεγονός ενέχει κινδύνους») αρχ. 1. (με δοτ. προσ.… …   Dictionary of Greek

  • ενιπλήσσω — ἐνιπλήσσω (Α) (επικ. τ. τού ἐμπλήσσω) 1. πέφτω μέσα, εμπίπτω («καὶ τάφρῳ ἐνιπλήξωμεν ὀρυκτῇ» και πέσουμε μέσα στη σκαμμένη τάφρο, Ομ. Ιλ.) 2. πλήττω, χτυπώ 3. επιτίθεμαι, εφορμώ 4. (κατά τον Ησύχ.) «ενιπλήξαντες, ενιπληξάμενοι εμπελάσαντες,… …   Dictionary of Greek

  • μυλώνας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ., 29 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεσσήνης του νομού Μεσσηνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μεσσήνης. * * * και μυλών, ο (ΑΜ μυλών, ῶνος και μύλων, ωνος, Μ και μύλωνας) το οίκημα όπου στεγάζεται και λειτουργεί ο μύλος,… …   Dictionary of Greek

  • πίπτω — ΝΜΑ και αιολ. τ. πίσσω Α ρίχνω τον εαυτό μου κάτω, πέφτω (α. «αὐτὸν πρηνέα δὸς πεσέειν», Ομ. Ιλ. β. «βάρβαροι γυναῑκες, οὕτως ἐκπεπληγμέναι φόβῳ πρὸς πέδῳ πεπτώκατ », Ευρ). νεοελλ. (η μτχ. αρσ. πληθ. αόρ. ως ουσ.) οι πεσόντες οι νεκροί σε πεδία… …   Dictionary of Greek

  • παρεμπίπτω — ΝΑ [εμπίπτω] πέφτω κοντά ή ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα πράγματα, εισδύω νεοελλ. 1. παρεμβάλλομαι, παρεντίθεμαι, μεσολαβώ, επεμβαίνω 2. παρεμβαίνω αρχ. 1. εισχωρώ, εισέρχομαι κρυφά ή με δυσκολία («παρεμπεσόντων δ εἰς τὴν πολιτείαν ἡμῶν», Αισχίν.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”